- ορονοσία
- ηιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται λόγω συστηματικής αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος σε ένεση ετερόλογου ορού στον άνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημονικού όρου, πρβλ. γαλλ. maladie du serum].
Dictionary of Greek. 2013.